ἐνιαυσίων

ἐνιαυσίων
ἐνιαύσιος
of a year
fem gen pl
ἐνιαύσιος
of a year
masc/neut gen pl
ἐνιαύσιος
of a year
masc/fem/neut gen pl
ἐνιαύω
sleep among
fut part act masc nom sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρωτόκοσμος — Έτσι ονομαζόταν κατά τους δωρικούς χρόνους, στις δωρικές πόλεις της Κρήτης, ο πρώτος των αρχόντων, δηλαδή όπως θα λέγαμε σήμερα, ο πρωθυπουργός. * * * ὁ, Α (στην Κρήτη) ο πρόεδρος τού συλλόγου τών κόσμων, δηλαδή τών δέκα ανώτατων ενιαύσιων… …   Dictionary of Greek

  • πρόκορμος — ὁ, Α ο προϊστάμενος τών κόσμων, τών ανώτατων δέκα ενιαύσιων αρχόντων τών δωρικών πολιτευμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κόρμος (< κόσμος, με ρωτακισμό)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”